- ενελαύνω
- ἐνελαύνω (Α)1. μπήγω, βυθίζω μέσα με ορμή («ἦ ῥά καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνελάσῃ — ἐνελαύνω drive in aor subj mid 2nd sg ἐνελαύνω drive in aor subj act 3rd sg ἐνελαύνω drive in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνελήλατο — ἐνελαύνω drive in plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνελαύνεσθαι — ἐνελαύ̱νεσθαι , ἐνελαύνω drive in pres inf mp ἐνελαύ̱νεσθαι , ἐνελαύνω drive in pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
ενήλατον — ἐνήλατον, το (Α) [ενελαύνω] 1. αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται 2. μακρύ ξύλο, δοκός, δοκάρι 3. στον πληθ. ἐνήλατα τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές τής ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ ἐνηλάτων βάθρα», Ευρ.) 4 … Dictionary of Greek
προενήλασαν — πρό ἐνελαύνω drive in aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνηλάμεθα — ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 1st pl ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 1st pl (homeric ionic) ἐνηλά̱μεθα , ἐνελαύνω drive in imperf ind mp 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)